μπενετάδα

μπενετάδα
η
(λ. ιταλ.), αποχαιρετιστήριο γεύμα, κέρασμα: Πριν φύγω για το στρατό έκανα μπενετάδες.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • μπενετάδα — η 1. αποχαιρετιστήριο γεύμα 2. (κατ επέκτ.) αποχαιρετισμός. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < ιταλ. benandata «φιλοδώρημα»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”